λουλουδάτος

λουλουδάτος
-η, -ο
ο διακοσμημένος με σχήματα λουλουδιών: Φέτος είναι στη μόδα οι λουλουδάτες φούστες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λουλουδάτος — ή, ο (Μ λουλουδάτος, η, ον) [λουλούδι] (κυρίως για υφάσματα) στολισμένος με σχήματα λουλουδιών …   Dictionary of Greek

  • ανθεμόεις — ἀνθεμόεις, εσσα, εν (θηλ. και ἀνθεμόεις) (Α) 1. ο ανθισμένος, ο λουλουδιασμένος 2. (για τόπο) γεμάτος λουλούδια, λουλουδάτος 3. (για μεταλλικά σκεύη ή υφάσματα) ο στολισμένος, διακοσμημένος με λουλούδια …   Dictionary of Greek

  • ανθεμώδης — ἀνθεμώδης, ες (Α) ο γεμάτος λουλούδια, ανθηρός, λουλουδάτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”